Τριφύλλι στα ισλανδικά
Μετάφραση: τριφύλλι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
smári, smára
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τριφύλλι
τριφύλλι φυτό, τριφύλλι αλεξανδρινό, τριφύλλι γκαζόν, τριφύλλι ή γκαζόν, τριφύλλι σπορά, τριφύλλι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, τριφύλλι στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- τριποδίζω στα ισλανδικά - stökk, Canter, stökki
- τριτεγγύηση στα ισλανδικά - ábyrgðarmaður, ábyrgðaraðila, ábyrgðarmanni, ábyrgðarmanns, ábyrgðaraðili
- τριχωτός στα ισλανδικά - loðinn, loðnar, skinnfeldi, hárprútt, loðinn skal
- τρομάζω στα ισλανδικά - hræða, fælt, startle
Τυχαίες λέξεις
Τριφύλλι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: smári, smára
Μεταφράσεις: smári, smára