Τριφύλλι στα ολλανδικά
Μετάφραση: τριφύλλι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klaver, clover, klavertje
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τριφύλλι
τριφύλλι φυτό, τριφύλλι αλεξανδρινό, τριφύλλι γκαζόν, τριφύλλι ή γκαζόν, τριφύλλι σπορά, τριφύλλι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τριφύλλι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τριποδίζω στα ολλανδικά - draven, dribbelen, korte galop, galop, canter, de galop, galoppade
- τριτεγγύηση στα ολλανδικά - borg, garant, garantiegever, zekerheidssteller, waarborg
- τριχωτός στα ολλανδικά - ruig, ruigharig, harig, behaard, harige, behaarde, hairy
- τρομάζω στα ολλανδικά - paniek, levendig, alarm, verjagen, druk, aanslaan, rap, ...
Τυχαίες λέξεις
Τριφύλλι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: klaver, clover, klavertje
Μεταφράσεις: klaver, clover, klavertje