Τριφύλλι στα λιθουανικά
Μετάφραση: τριφύλλι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dobilas, dobilai, dobilų, dobilus, dobilo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τριφύλλι
τριφύλλι φυτό, τριφύλλι αλεξανδρινό, τριφύλλι γκαζόν, τριφύλλι ή γκαζόν, τριφύλλι σπορά, τριφύλλι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τριφύλλι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- τριποδίζω στα λιθουανικά - šuoliavimas, Canter, Kalbanti Slengas, Lengvai rikši
- τριτεγγύηση στα λιθουανικά - garantas, garanto, garantui, laiduotojas, garantu
- τριχωτός στα λιθουανικά - plaukuotas, Hairy, gauruotas, plaukuota, plaukuoti
- τρομάζω στα λιθουανικά - panika, apstulbinti, išgąsdinti, nustebinti, išsigąsti, stulbinti
Τυχαίες λέξεις
Τριφύλλι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: dobilas, dobilai, dobilų, dobilus, dobilo
Μεταφράσεις: dobilas, dobilai, dobilų, dobilus, dobilo