Τριχωτός στα δανικά

Μετάφραση: τριχωτός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
behåret, behårede, meget hår, hår, hårede
Τριχωτός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τριχωτός

τριχωτός επαρχιώτης, τριχωτός λευκοπλακία, τριχωτόσ άντρασ, τριχωτός λεξικό γλώσσας δανικά, τριχωτός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τριτεγγύηση στα δανικά - garant, kautionisten, garanten, kautionist, garantistilleren
  • τριφύλλι στα δανικά - kløver, Clover, kløvergrøn, kløvergræs, kløver-
  • τρομάζω στα δανικά - alarm, overraske, startle, forskrække, forbløffe, forskrækkelse
  • τρομακτικός στα δανικά - frygtelig, forfærdelig, skræmmende, scary, uhyggeligt, uhyggelig
Τυχαίες λέξεις
Τριχωτός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: behåret, behårede, meget hår, hår, hårede