Τριχωτός στα ολλανδικά
Μετάφραση: τριχωτός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ruig, ruigharig, harig, behaard, harige, behaarde, hairy
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τριχωτός
τριχωτός επαρχιώτης, τριχωτός λευκοπλακία, τριχωτόσ άντρασ, τριχωτός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τριχωτός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τριτεγγύηση στα ολλανδικά - borg, garant, garantiegever, zekerheidssteller, waarborg
- τριφύλλι στα ολλανδικά - klaver, clover, klavertje
- τρομάζω στα ολλανδικά - paniek, levendig, alarm, verjagen, druk, aanslaan, rap, ...
- τρομακτικός στα ολλανδικά - eng, enge, schrikaanjagend, scary, beangstigend
Τυχαίες λέξεις
Τριχωτός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ruig, ruigharig, harig, behaard, harige, behaarde, hairy
Μεταφράσεις: ruig, ruigharig, harig, behaard, harige, behaarde, hairy