Τσιγκουνιά στα δανικά

Μετάφραση: τσιγκουνιά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
grådighed, griskhed, nærighed, niggardliness
Τσιγκουνιά στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιγκουνιά

τσιγκουνιά ψυχολογία, τσιγκουνιά και μιζέρια σε άντρα, συναισθηματική τσιγκουνιά, τσιγκουνιά συνώνυμα, ονειροκριτης τσιγκουνιά, τσιγκουνιά λεξικό γλώσσας δανικά, τσιγκουνιά στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τσιγκλώ στα δανικά - Ciglane
  • τσιγκουνεύομαι στα δανικά - tørn, stint
  • τσιγκούνης στα δανικά - betyde, tynd, mene, gennemsnitlig, mager, nærig, nærige, ...
  • τσιλιαδόρος στα δανικά - vagtpost, lookout, udkig, jagt, udsigtspunkt
Τυχαίες λέξεις
Τσιγκουνιά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: grådighed, griskhed, nærighed, niggardliness