Υπομένω στα δανικά

Μετάφραση: υπομένω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vare, tåle, udholde, holde, at udholde, holde ud
Υπομένω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπομένω

υπομένω συνώνυμα, υπομένω αόριστος, υπομένω συνώνυμο, υπομένω λεξικό γλώσσας δανικά, υπομένω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • υπολογιστής στα δανικά - computer, lommeregner, regnemaskine, udregnet, lommeregneren, er udregnet
  • υπολοχαγός στα δανικά - Løjtnant, Lieutenant, løjtnanten, premierløjtnant, lřjtnant
  • υπομονή στα δανικά - tålmodighed, tålmodigheden, Taalmodighed, tålmodighed til
  • υπομονετικά στα δανικά - tålmodigt, tålmodighed, tålmodigt på, taalmodigt
Τυχαίες λέξεις
Υπομένω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vare, tåle, udholde, holde, at udholde, holde ud