Υπομένω στα ισλανδικά
Μετάφραση: υπομένω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þola, að þola, standast, þola mátti, þolað
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπομένω
υπομένω συνώνυμα, υπομένω αόριστος, υπομένω συνώνυμο, υπομένω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, υπομένω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- υπολογιστής στα ισλανδικά - tölva, reiknivél, reiknivélarinnar, reiknivélinni, reiknivélina, reiknivélin
- υπολοχαγός στα ισλανδικά - Lieutenant, liðsforingi, liðsforingi með
- υπομονή στα ισλανδικά - þreyja, þolinmæði, langlyndi, þolgæði, þolinmæðina, þolinmæði til
- υπομονετικά στα ισλανδικά - þolinmóður, þolinmóð, þolinmæði, þolinmóður að, þolinmóður á
Τυχαίες λέξεις
Υπομένω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þola, að þola, standast, þola mátti, þolað
Μεταφράσεις: þola, að þola, standast, þola mátti, þolað