Χειραγωγία στα δανικά

Μετάφραση: χειραγωγία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
manipulator, manipulatoren, manipulatorens, manipulatoren ved
Χειραγωγία στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χειραγωγία

χειραγωγία ορισμός, χειραγωγία στην πνευματική ζωή, χειραγωγία λεξικό γλώσσας δανικά, χειραγωγία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • χειράμαξα στα δανικά - kærre, trillebør, trillebøren
  • χειρίζομαι στα δανικά - hank, skaft, behandle, håndtag, håndtere, at håndtere, håndterer, ...
  • χειραφέτηση στα δανικά - frigørelse, emancipation, befrielse, frigørelsen, emancipationen
  • χειραφετώ στα δανικά - enfranchise
Τυχαίες λέξεις
Χειραγωγία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: manipulator, manipulatoren, manipulatorens, manipulatoren ved