Χειραγωγία στα ουκρανικά
Μετάφραση: χειραγωγία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
керівництво, маніпулятор, манипулятор
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χειραγωγία
χειραγωγία ορισμός, χειραγωγία στην πνευματική ζωή, χειραγωγία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, χειραγωγία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- χειράμαξα στα ουκρανικά - перевозити, перевезти, віз, тачка
- χειρίζομαι στα ουκρανικά - поводитися, сортувати, вістки, залицятися, обробляти, опрацьовувати
- χειραφέτηση στα ουκρανικά - визволення, звільнення, емансипація
- χειραφετώ στα ουκρανικά - емансипуйте, визволяти, звільняти, емансипований, звільнятимуть
Τυχαίες λέξεις
Χειραγωγία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: керівництво, маніпулятор, манипулятор
Μεταφράσεις: керівництво, маніпулятор, манипулятор