Ύφεση στα δανικά
Μετάφραση: ύφεση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lavtryk, recession, recessionen, afmatning, lavkonjunktur, tilbagegang
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ύφεση
ύφεση λεξικό, ύφεση 1 1, ύφεση ορισμός, ύφεση 2014, ύφεση στην ελλάδα, ύφεση λεξικό γλώσσας δανικά, ύφεση στα δανικά
Μεταφράσεις
- ύφανση στα δανικά - vævning, væve, vævningen, vævemaskiner
- ύφασμα στα δανικά - dug, klud, stof, klæde, kluden
- ύφος στα δανικά - måde, facon, stil, style, behov, typografi
- ύψιστος στα δανικά - højeste, højest, største, størst, højst
Τυχαίες λέξεις
Ύφεση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lavtryk, recession, recessionen, afmatning, lavkonjunktur, tilbagegang
Μεταφράσεις: lavtryk, recession, recessionen, afmatning, lavkonjunktur, tilbagegang