Ύφεση στα τούρκικα
Μετάφραση: ύφεση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
baskı, durgunluk, resesyon, durgunluğun, daralma, resesyonun
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ύφεση
ύφεση λεξικό, ύφεση 1 1, ύφεση ορισμός, ύφεση 2014, ύφεση στην ελλάδα, ύφεση λεξικό γλώσσας τούρκικα, ύφεση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ύφανση στα τούρκικα - dokuma, dokumacılık, örme
- ύφασμα στα τούρκικα - bez, kumaş, bezi, kumaşlar, bir bez
- ύφος στα τούρκικα - tarz, moda, tavır, üslup, usul, şekil, tip, ...
- ύψιστος στα τούρκικα - aşırı, en yüksek, yüksek, en, en üst, üst
Τυχαίες λέξεις
Ύφεση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: baskı, durgunluk, resesyon, durgunluğun, daralma, resesyonun
Μεταφράσεις: baskı, durgunluk, resesyon, durgunluğun, daralma, resesyonun