Ύφεση στα λιθουανικά

Μετάφραση: ύφεση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuosmukis, recesija, nuosmukio, recesijos, recesiją
Ύφεση στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ύφεση

ύφεση λεξικό, ύφεση 1 1, ύφεση ορισμός, ύφεση 2014, ύφεση στην ελλάδα, ύφεση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ύφεση στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ύφανση στα λιθουανικά - audimas, audimo, audiniai, pynimas
  • ύφασμα στα λιθουανικά - medžiaga, audeklas, tekstilė, audinys, audinio, audiniu, audiniai, ...
  • ύφος στα λιθουανικά - stilius, fasonas, maniera, būdas, stiliaus, stilių, style
  • ύψιστος στα λιθουανικά - aukščiausia, didžiausias, didžiausia, aukščiausios, aukščiausias
Τυχαίες λέξεις
Ύφεση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nuosmukis, recesija, nuosmukio, recesijos, recesiją