Ύφεση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ύφεση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
crise, absolvição, recessão, retirada, recession, a recessão, de recessão
Ύφεση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ύφεση

ύφεση λεξικό, ύφεση 1 1, ύφεση ορισμός, ύφεση 2014, ύφεση στην ελλάδα, ύφεση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ύφεση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ύφανση στα πορτογαλικά - tecelagem, de tecelagem, tecer, tecelagem de, a tecelagem
  • ύφασμα στα πορτογαλικά - têxteis, estofo, tecido, pano, pano de, de pano, um pano
  • ύφος στα πορτογαλικά - maneira, modo, intitular, forma, estábulo, chiqueiro, moda, ...
  • ύψιστος στα πορτογαλικά - maior, mais alta, mais alto, mais elevado, mais elevada
Τυχαίες λέξεις
Ύφεση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: crise, absolvição, recessão, retirada, recession, a recessão, de recessão