Ανήσυχος στα εσθονικά
Μετάφραση: ανήσυχος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kibelev, murelik, rahutu, mures, muret, närviline
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανήσυχος
ανήσυχος ύπνος μωρού, ανήσυχος υπερβολικός, ανήσυχος ύπνος μωρού 5 μηνων, ανήσυχος ύπνος νεογέννητου, ανήσυχος ύπνος παιδιού, ανήσυχος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανήσυχος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ανήμπορος στα εσθονικά - abitu, abitus, abitud, abitust, abitusse
- ανήσυχα στα εσθονικά - närviliselt, kohmetult, rahutult, murelikult
- ανήφορος στα εσθονικά - vaevaline, raske, ülesmäge, tõus, ronima, ronida, tõusukiirus, ...
- ανίκανος στα εσθονικά - ebakompetentne, asjatundmatu, abitu, kohatu, ebapädev, ebapädevate, ebakompetentsed
Τυχαίες λέξεις
Ανήσυχος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kibelev, murelik, rahutu, mures, muret, närviline
Μεταφράσεις: kibelev, murelik, rahutu, mures, muret, närviline