Ανήσυχος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ανήσυχος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongerust, beducht, bezorgd, zenuwachtig, nerveus, bang, zorgen, zich zorgen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανήσυχος
ανήσυχος ύπνος μωρού, ανήσυχος υπερβολικός, ανήσυχος ύπνος μωρού 5 μηνων, ανήσυχος ύπνος νεογέννητου, ανήσυχος ύπνος παιδιού, ανήσυχος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανήσυχος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ανήμπορος στα ολλανδικά - hulpeloos, machteloos, hulpeloze
- ανήσυχα στα ολλανδικά - onbehaaglijk, onrustig, ongemakkelijk, zich onrustig, gespannen voet
- ανήφορος στα ολλανδικά - beklimmen, klimmen, klim, col, beklim
- ανίκανος στα ολλανδικά - hulpeloos, machteloos, onbekwaam, onbevoegd, incompetent, incompetente, ondeskundig
Τυχαίες λέξεις
Ανήσυχος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ongerust, beducht, bezorgd, zenuwachtig, nerveus, bang, zorgen, zich zorgen
Μεταφράσεις: ongerust, beducht, bezorgd, zenuwachtig, nerveus, bang, zorgen, zich zorgen