Αντίκτυπο στα εσθονικά
Μετάφραση: αντίκτυπο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõju, vastukaja, mõjuga, mõjutab, mõjude
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντίκτυπο
το αντίκτυπο, αντίκτυπο συνώνυμο, τον αντίκτυπο, αντίκτυπο λεξικο, αντίκτυπο λεξικό γλώσσας εσθονικά, αντίκτυπο στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αντίκρισμα στα εσθονικά - julgeolek, turvalisus, tagatis, tagama, garanteerima, tasuv, vaeva väärt, ...
- αντίκρουση στα εσθονικά - kummutamiseks, repliigi, ümberlükkamise, ümberlükkamist, ümber lükata
- αντίκτυπος στα εσθονικά - vastukaja, mõju, mõjuga, mõjutab, mõjude
- αντίληψη στα εσθονικά - pertseptsioon, mõiste, idee, arvamus, ettekujutus, taju, arusaam, ...
Τυχαίες λέξεις
Αντίκτυπο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: mõju, vastukaja, mõjuga, mõjutab, mõjude
Μεταφράσεις: mõju, vastukaja, mõjuga, mõjutab, mõjude