Αντίκτυπο στα λιθουανικά
Μετάφραση: αντίκτυπο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
poveikis, poveikio, poveikį, įtaka, įtaką
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντίκτυπο
το αντίκτυπο, αντίκτυπο συνώνυμο, τον αντίκτυπο, αντίκτυπο λεξικο, αντίκτυπο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αντίκτυπο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αντίκρισμα στα λιθουανικά - saugumas, garantija, apsauga, vertas, verta, naudinga, vertinga, ...
- αντίκρουση στα λιθουανικά - paneigimas, paneigiančius, Šios prielaidos paneigti, Atspēkošana, prielaidos paneigti
- αντίκτυπος στα λιθουανικά - poveikis, poveikio, poveikį, įtaka, įtaką
- αντίληψη στα λιθουανικά - įspūdis, sąvoka, idėja, suvokimas, suvokia, suvokimą, suvokimo, ...
Τυχαίες λέξεις
Αντίκτυπο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: poveikis, poveikio, poveikį, įtaka, įtaką
Μεταφράσεις: poveikis, poveikio, poveikį, įtaka, įtaką