Αντίκτυπο στα ουκρανικά

Μετάφραση: αντίκτυπο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розкаюваний, вплив, дію, дія, впливу
Αντίκτυπο στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντίκτυπο

το αντίκτυπο, αντίκτυπο συνώνυμο, τον αντίκτυπο, αντίκτυπο λεξικο, αντίκτυπο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αντίκτυπο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αντίκρισμα στα ουκρανικά - захищенні, заставу, упевненість, охорона, захист, гарантування, охороню, ...
  • αντίκρουση στα ουκρανικά - спростовує, спростування
  • αντίκτυπος στα ουκρανικά - розкаюваний, вплив, дію, дія, впливу
  • αντίληψη στα ουκρανικά - сприйняття, розуміння, обізнаність, правосвідомість, прилад, прибор, поняття, ...
Τυχαίες λέξεις
Αντίκτυπο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розкаюваний, вплив, дію, дія, впливу