Απομονώνω στα εσθονικά
Μετάφραση: απομονώνω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eraldama, isoleerima, isoleerida, eraldada, isoleerimiseks, isoleerib
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απομονώνω
απομονώνω αγγλικά, απομονώνω μετάφραση, απομονώνω συνώνυμο, απομονώνω συνωνυμα, απομονώνω λεξικό γλώσσας εσθονικά, απομονώνω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- απομνημονεύω στα εσθονικά - memoreerima, pähe õppima, meelde, meelde jätta, pähe
- απομονωμένος στα εσθονικά - eristuses, eraldatud, eristatud, isoleeritud, eraldatakse, üksikute, isoleeritakse
- απομόνωση στα εσθονικά - haare, sidur, isolatsioon, eraldusvõrk, isolatsiooni, isoleerimine, isoleerimise
- απονέμω στα εσθονικά - haldama, jaotama, levitama, manustama, tasu, auhind, vabastama, ...
Τυχαίες λέξεις
Απομονώνω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: eraldama, isoleerima, isoleerida, eraldada, isoleerimiseks, isoleerib
Μεταφράσεις: eraldama, isoleerima, isoleerida, eraldada, isoleerimiseks, isoleerib