Απομονώνω στα ιταλικά

Μετάφραση: απομονώνω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
isolare, di isolare, isolare i, isolamento, isolare le
Απομονώνω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομονώνω

απομονώνω αγγλικά, απομονώνω μετάφραση, απομονώνω συνώνυμο, απομονώνω συνωνυμα, απομονώνω λεξικό γλώσσας ιταλικά, απομονώνω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • απομνημονεύω στα ιταλικά - memorizzare, imparare a memoria, memorizzazione, di memorizzare, memorizza
  • απομονωμένος στα ιταλικά - isolato, unico, separato, isolata, isolati, isolate, isolated
  • απομόνωση στα ιταλικά - avvinghiare, adunghiare, frizione, ghermire, innesto, isolamento, di isolamento, ...
  • απονέμω στα ιταλικά - amministrare, propagare, distribuire, diffondere, dispensare, spargere, concedere, ...
Τυχαίες λέξεις
Απομονώνω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: isolare, di isolare, isolare i, isolamento, isolare le