Αστυνόμος στα εσθονικά

Μετάφραση: αστυνόμος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tseremooniameister, marssal, marshal, marssali, maamarssal
Αστυνόμος στα εσθονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αστυνόμος

αστυνόμος α, αστυνόμος μπαλούρδος, αστυνόμος σαίνης, αστυνόμος πέπε, αστυνόμος μπέκας, αστυνόμος λεξικό γλώσσας εσθονικά, αστυνόμος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αστυνομία στα εσθονικά - politsei, politsei-, politseikoostöö, politseile, politseid
  • αστυνομεύω στα εσθονικά - politsei, Politsei, Policing, politseitöö, politseiküsimuste riigisekretär, politseiküsimuste
  • αστυφύλακας στα εσθονικά - konstaabel, konstaabli, konstaablile, konstaablijaoskonna, constable
  • αστός στα εσθονικά - kaaslinlane, linnaelanik, linlane, Kaupunkilainen, Kaupunkilaismies, Linnamehest
Τυχαίες λέξεις
Αστυνόμος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tseremooniameister, marssal, marshal, marssali, maamarssal