Διαταράσσω στα εσθονικά

Μετάφραση: διαταράσσω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rüselema, häirima, epäjärjestykseen, korratusse viima, häiri, rivist välja viib
Διαταράσσω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαταράσσω

διαταράσσω συνώνυμα, διαταράσσω λεξικό γλώσσας εσθονικά, διαταράσσω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διατάσσω στα εσθονικά - määrama, kirjutama, käskima, kohustab, käsime, kohustaks, Käskeä
  • διατήρηση στα εσθονικά - säilitamine, konserveerimine, kaitse, säilitamise, kaitse-, kaitseks
  • διαταραχή στα εσθονικά - häire, korratus, haigus, häired, häiret
  • διατείνομαι στα εσθονικά - väitma, teesklema, teeselda, teesklevad, pretendeeri
Τυχαίες λέξεις
Διαταράσσω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: rüselema, häirima, epäjärjestykseen, korratusse viima, häiri, rivist välja viib