Διαταράσσω στα ισλανδικά
Μετάφραση: διαταράσσω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
raska
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαταράσσω
διαταράσσω συνώνυμα, διαταράσσω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διαταράσσω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διατάσσω στα ισλανδικά - fyrirskipa, enjoin
- διατήρηση στα ισλανδικά - náttúruvernd, verndun, varðveislu, verndunar, varðveisla
- διαταραχή στα ισλανδικά - röskun, raskanir, truflun, sjúkdómur, kvillinn
- διατείνομαι στα ισλανδικά - þykjast, láta, þykist, láta sem, að þykjast
Τυχαίες λέξεις
Διαταράσσω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: raska
Μεταφράσεις: raska