Διαταράσσω στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαταράσσω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
storen, ontregelen, te ontregelen, ontsporen, krenken
Διαταράσσω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαταράσσω

διαταράσσω συνώνυμα, διαταράσσω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαταράσσω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διατάσσω στα ολλανδικά - voorschrijven, bevelen, gelasten, beveel, sporen aan, aansporen
  • διατήρηση στα ολλανδικά - bewaring, behoud, instandhouding, de instandhouding, het behoud
  • διαταραχή στα ολλανδικά - rotzooi, janboel, verwarring, rommel, disorde, wanorde, stoornis, ...
  • διατείνομαι στα ολλανδικά - argumenteren, bewaren, vertogen, conserveren, bergen, behouden, overhouden, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαταράσσω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: storen, ontregelen, te ontregelen, ontsporen, krenken