Διαταράσσω στα λιθουανικά

Μετάφραση: διαταράσσω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suardyti, sugadinti, sutrikdyti, Padaryti vājprātīgu, Dezorganizować
Διαταράσσω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαταράσσω

διαταράσσω συνώνυμα, διαταράσσω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διαταράσσω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • διατάσσω στα λιθουανικά - įsakyti, pareikalauja, minėtai, uždrausti
  • διατήρηση στα λιθουανικά - išsaugojimas, išsaugojimo, išsaugojimą, konservavimas, išsaugojimui
  • διαταραχή στα λιθουανικά - netvarka, sutrikimas, sutrikimai, sutrikimo, liga
  • διατείνομαι στα λιθουανικά - laikyti, apsimesti, apsimeta, pretenduoti, pretenduoja
Τυχαίες λέξεις
Διαταράσσω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: suardyti, sugadinti, sutrikdyti, Padaryti vājprātīgu, Dezorganizować