Μεγαλειώδης στα εσθονικά
Μετάφραση: μεγαλειώδης, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
majesteetlik, suur, Grand, suurte, suuri, on Grand
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεγαλειώδης
μεγαλειώδης συγκέντρωση στην θεσσαλονίκη, μεγαλειώδης συνώνυμα, μεγαλειώδης λεξικό γλώσσας εσθονικά, μεγαλειώδης στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- μεγέθυνση στα εσθονικά - suurendamine, suurendus, laiendus, suurendusega, suurenduse, suurendust, suurendusel
- μεγαλείο στα εσθονικά - aupaiste, kuulsus, hiilgus, suursugusus, suurejoonelisus, hiilguses, sära, ...
- μεγαλοποιώ στα εσθονικά - suurendama, võimendama, Karikoida, Liialdama, Ületab konto
- μεγαλοπρέπεια στα εσθονικά - luksuslikkus, toredus, suurepärasust, suurejoonelisusega, suursugusust
Τυχαίες λέξεις
Μεγαλειώδης στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: majesteetlik, suur, Grand, suurte, suuri, on Grand
Μεταφράσεις: majesteetlik, suur, Grand, suurte, suuri, on Grand