Μεταρσιωμένος στα εσθονικά
Μετάφραση: μεταρσιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõrge, vaimustatud, eksalteeritud, erutatud, ülendatud, Ylhäinen, ülevat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεταρσιωμένος
μεταρσιωμένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, μεταρσιωμένος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- μεταρρύθμιση στα εσθονικά - reformima, reform, reformi, reformide, reformiga, reformimise
- μεταρσίωση στα εσθονικά - joovastus, vaimustus, metarsiosi
- μεταρσιώνω στα εσθονικά - harima, kergitama, metarsiono
- μετασχηματιστής στα εσθονικά - trafo, transformer, transformaatori, transformaator, trafot
Τυχαίες λέξεις
Μεταρσιωμένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kõrge, vaimustatud, eksalteeritud, erutatud, ülendatud, Ylhäinen, ülevat
Μεταφράσεις: kõrge, vaimustatud, eksalteeritud, erutatud, ülendatud, Ylhäinen, ülevat