Μεταρσιωμένος στα πολωνικά
Μετάφραση: μεταρσιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wysoki, egzaltowany, podniosły, wywyższony, wzniosły, wzniosła
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεταρσιωμένος
μεταρσιωμένος λεξικό γλώσσας πολωνικά, μεταρσιωμένος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- μεταρρύθμιση στα πολωνικά - reformy, przekształcać, zreformować, poprawiać, reforma, reformować, poprawa, ...
- μεταρσίωση στα πολωνικά - egzaltacja, wywyższenie, podniesienie, zachwyt, metarsiosi
- μεταρσιώνω στα πολωνικά - wyniesienie, podniesienie, podwyżka, podnieść, otucha, podnosić, wypiętrzenie, ...
- μετασχηματιστής στα πολωνικά - transformator, transformatora, transformatorów, transformatorem, transformatorowa
Τυχαίες λέξεις
Μεταρσιωμένος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wysoki, egzaltowany, podniosły, wywyższony, wzniosły, wzniosła
Μεταφράσεις: wysoki, egzaltowany, podniosły, wywyższony, wzniosły, wzniosła