Μεταρσιωμένος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: μεταρσιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
возвишена, возвишени, возвишен, возвишеното, возвишените
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεταρσιωμένος
μεταρσιωμένος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, μεταρσιωμένος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- μεταρρύθμιση στα σλαβομακεδονικά - реформи, реформа, реформата, реформски, реформата на
- μεταρσίωση στα σλαβομακεδονικά - metarsiosi
- μεταρσιώνω στα σλαβομακεδονικά - metarsiono
- μετασχηματιστής στα σλαβομακεδονικά - трансформатор, трансформаторот, трансформатори, трансформатор за, трансформаторски
Τυχαίες λέξεις
Μεταρσιωμένος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: возвишена, возвишени, возвишен, возвишеното, возвишените
Μεταφράσεις: возвишена, возвишени, возвишен, возвишеното, возвишените