Οικοδομώ στα εσθονικά
Μετάφραση: οικοδομώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koostama, ehitama, ehitada, luua, rajada, arendada
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικοδομώ
οικοδομώ συνώνυμα, οικοδομώ συνώνυμο, οικοδομώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, οικοδομώ στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- οικοδέσποινα στα εσθονικά - stjuardess, võõrustaja, perenaine, perenaise, võõrustajanna
- οικοδεσπότης στα εσθονικά - host, peremees, võõrustaja, majutama, hostia, vägi, vastuvõtva, ...
- οικοδόμος στα εσθονικά - rajaja, ehitaja, builder, ehitusmeister, ehitajast
- οικολογία στα εσθονικά - ökoloogia, Ecology, ökoloogiat, keskkonna-, ökoloogia-
Τυχαίες λέξεις
Οικοδομώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: koostama, ehitama, ehitada, luua, rajada, arendada
Μεταφράσεις: koostama, ehitama, ehitada, luua, rajada, arendada