Οικοδομώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: οικοδομώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
statyti, gaminti, idėja, sąvoka, kurti, sukurti, pastatyti, remtis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικοδομώ
οικοδομώ συνώνυμα, οικοδομώ συνώνυμο, οικοδομώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, οικοδομώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- οικοδέσποινα στα λιθουανικά - šeimininkė, hostess, stiuardesė, palydovė, šeimininkės
- οικοδεσπότης στα λιθουανικά - šeimininkas, priimančioji, priimančiosios, priimančiojoje, priimančios
- οικοδόμος στα λιθουανικά - statybininkas, statytojas, Raumeningas, Builder, kūrimo priemonė
- οικολογία στα λιθουανικά - ekologija, Aplinkosauga, ekologijos, ekologijai, ekologiją
Τυχαίες λέξεις
Οικοδομώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: statyti, gaminti, idėja, sąvoka, kurti, sukurti, pastatyti, remtis
Μεταφράσεις: statyti, gaminti, idėja, sąvoka, kurti, sukurti, pastatyti, remtis