Οικοδομώ στα ουγγρικά
Μετάφραση: οικοδομώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
épít, építeni, építsenek, építsen, kiépítése
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικοδομώ
οικοδομώ συνώνυμα, οικοδομώ συνώνυμο, οικοδομώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, οικοδομώ στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- οικοδέσποινα στα ουγγρικά - háziasszony, hostess, hosztesz, háziasszonya
- οικοδεσπότης στα ουγγρικά - vendéglátó, házigazda, fogadó, befogadó, host
- οικοδόμος στα ουγγρικά - építész, Builder, építő, építője, építőmester
- οικολογία στα ουγγρικά - ökológia, ökológiájának, ökológiai, az ökológia, ökológiája
Τυχαίες λέξεις
Οικοδομώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: épít, építeni, építsenek, építsen, kiépítése
Μεταφράσεις: épít, építeni, építsenek, építsen, kiépítése