Οικοδομώ στα σουηδικά
Μετάφραση: οικοδομώ, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppföra, konstruera, bygga, bygga upp, bygger, att bygga, skapa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικοδομώ
οικοδομώ συνώνυμα, οικοδομώ συνώνυμο, οικοδομώ λεξικό γλώσσας σουηδικά, οικοδομώ στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- οικοδέσποινα στα σουηδικά - värdinnan, värdinna, hostess, programledare
- οικοδεσπότης στα σουηδικά - värd, hotell, värden, tillsammans med många
- οικοδόμος στα σουηδικά - builder, byggare, byggmästare, byggaren
- οικολογία στα σουηδικά - ekologi, ekologin, ekologiska, ekologisk
Τυχαίες λέξεις
Οικοδομώ στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: uppföra, konstruera, bygga, bygga upp, bygger, att bygga, skapa
Μεταφράσεις: uppföra, konstruera, bygga, bygga upp, bygger, att bygga, skapa