Σωματειακός στα εσθονικά

Μετάφραση: σωματειακός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liit, ühendus, ühend, somateiakos
Σωματειακός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωματειακός

σωματειακός λεξικό γλώσσας εσθονικά, σωματειακός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • σωματίδιο στα εσθονικά - osake, partikkel, osakeste, osakese, tahkete osakeste, osakesed
  • σωματείο στα εσθονικά - gild, korporatsioon, ettevõtte, ettevõte, Corporation
  • σωματικά στα εσθονικά - kehaliselt, füüsiline, kehaline, kehavigastuse, kehaliste, kehalisi, kehavigastuste
  • σωματικός στα εσθονικά - füüsiline, kehaline, füüsilise, füüsilist, füüsikaliste
Τυχαίες λέξεις
Σωματειακός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: liit, ühendus, ühend, somateiakos