Σωματειακός στα ουκρανικά
Μετάφραση: σωματειακός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
згода, союз, штуцер, з'єднання, поєднування, somateiakos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωματειακός
σωματειακός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σωματειακός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σωματίδιο στα ουκρανικά - крупиця, префікс, частка, суфікс, стаття, частинка, часточка
- σωματείο στα ουκρανικά - організовування, цех, профспілку, організування, корпорація, Всесвітній
- σωματικά στα ουκρανικά - тілесний, цілком, фізичний, особисто, тілесна
- σωματικός στα ουκρανικά - фізичний, фізична, фізичне
Τυχαίες λέξεις
Σωματειακός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: згода, союз, штуцер, з'єднання, поєднування, somateiakos
Μεταφράσεις: згода, союз, штуцер, з'єднання, поєднування, somateiakos