Έγκλιση στα ισλανδικά

Μετάφραση: έγκλιση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skap, skapi, Andrúmsloftið, andrúmsloft, stemmningin
Έγκλιση στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έγκλιση

οριστική έγκλιση, έγκλιση προστακτική, μαγνητική έγκλιση, ευκτική έγκλιση, έγκλιση τόνου αρχαία, έγκλιση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, έγκλιση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • έγκατα στα ισλανδικά - dýpi, djúpt, djúp
  • έγκλημα στα ισλανδικά - glæpur, glæpastarfsemi, glæp, glæpir, glæpurinn
  • έγκριση στα ισλανδικά - samþykki, samþykkt, gerðarviðurkenningu, gerðarviðurkenningarmerki, samþykkis
  • έγκυος στα ισλανδικά - barnshafandi, þunguð, meðgöngu, ólétt, þungaðar
Τυχαίες λέξεις
Έγκλιση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: skap, skapi, Andrúmsloftið, andrúmsloft, stemmningin