Έγκλιση στα δανικά

Μετάφραση: έγκλιση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stemning, humør, stemningen, humøret
Έγκλιση στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έγκλιση

οριστική έγκλιση, έγκλιση προστακτική, μαγνητική έγκλιση, ευκτική έγκλιση, έγκλιση τόνου αρχαία, έγκλιση λεξικό γλώσσας δανικά, έγκλιση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • έγκατα στα δανικά - dybder, dybet, dybde, dyb, dybder på mere
  • έγκλημα στα δανικά - lovovertrædelse, forbrydelse, kriminalitet, af kriminalitet, forbrydelser
  • έγκριση στα δανικά - godkendelse, bifald, godkendelsen, godkendt, typegodkendelse, godkendes
  • έγκυος στα δανικά - gravid, svanger, gravide, er gravid, graviditet
Τυχαίες λέξεις
Έγκλιση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stemning, humør, stemningen, humøret