Έγκλιση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: έγκλιση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
настрой
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έγκλιση
οριστική έγκλιση, έγκλιση προστακτική, μαγνητική έγκλιση, ευκτική έγκλιση, έγκλιση τόνου αρχαία, έγκλιση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, έγκλιση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- έγκατα στα λευκορωσικά - глыбіні
- έγκλημα στα λευκορωσικά - злачынства
- έγκριση στα λευκορωσικά - зацвярджэнне, сцвярджэнне, сцверджанне, сьцьвярджэньне, сьцьверджаньне
- έγκυος στα λευκορωσικά - цяжарная, беременна, зацяжарала
Τυχαίες λέξεις
Έγκλιση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: настрой
Μεταφράσεις: настрой