Έγκλιση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: έγκλιση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
humor, monumento, modo, ambiência, estado de espírito, clima, disposição
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έγκλιση
οριστική έγκλιση, έγκλιση προστακτική, μαγνητική έγκλιση, ευκτική έγκλιση, έγκλιση τόνου αρχαία, έγκλιση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έγκλιση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- έγκατα στα πορτογαλικά - abismo, profundidades, profundezas, profundidade, fundo
- έγκλημα στα πορτογαλικά - criminalidade, crimes, crime, o crime, a criminalidade
- έγκριση στα πορτογαλικά - aprovação, aplauso, homologação, a aprovação, de aprovação, autorização
- έγκυος στα πορτογαλικά - grávido, prefixo, grávida, gravida, grávidas, gravidez
Τυχαίες λέξεις
Έγκλιση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: humor, monumento, modo, ambiência, estado de espírito, clima, disposição
Μεταφράσεις: humor, monumento, modo, ambiência, estado de espírito, clima, disposição