Ίνδαλμα στα ισλανδικά
Μετάφραση: ίνδαλμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Idol, átrúnaðargoð, skurðgoð, leikkona, Goð
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ίνδαλμα
ίνδαλμα συνώνυμο, το ίνδαλμα, ίνδαλμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ίνδαλμα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ίκτερος στα ισλανδικά - gula, gulu, frá gulu, sjúklingur fær gulu, gula á
- ίνα στα ισλανδικά - fiber, trefjar, trefjum, trefja, ljósleiðara
- ίρις στα ισλανδικά - Iris, lithimnu, lithimnan, í lithimnu, sverðlilju
- ίσιος στα ισλανδικά - beinn, jafn, jafningi, beint, bein, beinkeðju-, strax
Τυχαίες λέξεις
Ίνδαλμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Idol, átrúnaðargoð, skurðgoð, leikkona, Goð
Μεταφράσεις: Idol, átrúnaðargoð, skurðgoð, leikkona, Goð