Ίνδαλμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: ίνδαλμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afgod, afgodsbeeld, idool, idol, idool van
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ίνδαλμα
ίνδαλμα συνώνυμο, το ίνδαλμα, ίνδαλμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ίνδαλμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ίκτερος στα ολλανδικά - geelzucht, icterus
- ίνα στα ολλανδικά - vezel, fiber, vezels, glasvezel, fibre
- ίρις στα ολλανδικά - iris, de Iris, diafragma, Iris van, van de Iris
- ίσιος στα ολλανδικά - eender, egaal, gelijkmatig, gelijke, rechtstreeks, overeind, gelijk, ...
Τυχαίες λέξεις
Ίνδαλμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afgod, afgodsbeeld, idool, idol, idool van
Μεταφράσεις: afgod, afgodsbeeld, idool, idol, idool van