Βρίθω στα ισλανδικά

Μετάφραση: βρίθω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
miklu mæli, í miklu mæli, magnast, auðugir, abound
Βρίθω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βρίθω

βρίθω ορισμός, βρίθω συνώνυμα, βρίθω από, βρίθω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βρίθω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • βρήκα στα ισλανδικά - grundvalla, fann, fannst, finna, fundið, að finna
  • βρίζω στα ισλανδικά - húðskamma, skamma, Belch
  • βρίσκομαι στα ισλανδικά - vera, liggja, am, er, ég, hef
  • βρίσκω στα ισλανδικά - finna, að finna, fundið, finnur, borginni
Τυχαίες λέξεις
Βρίθω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: miklu mæli, í miklu mæli, magnast, auðugir, abound