Βρίθω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: βρίθω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abundar, abundam, são abundantes, abundantes, abound
Βρίθω στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βρίθω

βρίθω ορισμός, βρίθω συνώνυμα, βρίθω από, βρίθω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βρίθω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • βρήκα στα πορτογαλικά - encontrado, fundar, instalar, sujo, estabelecer, encontrados, acharam, ...
  • βρίζω στα πορτογαλικά - insultar, abusar, injuriar, abuso, arroto, arrotar, belch, ...
  • βρίσκομαι στα πορτογαλικά - viver, ser, ficar, estar, existir, haver, sou, ...
  • βρίσκω στα πορτογαλικά - achado, financeiro, encontrar, deparar, achar, encontrará, encontra, ...
Τυχαίες λέξεις
Βρίθω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: abundar, abundam, são abundantes, abundantes, abound