Δίπλωμα στα ισλανδικά

Μετάφραση: δίπλωμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prófskírteini, Diplóma, Diplómanám, Diplomová, prófskírteinið
Δίπλωμα στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δίπλωμα

δίπλωμα επαγγελματικής κατάρτισης εκπαιδευτή υποψηφίων οδηγών, δίπλωμα χαρτοπετσέτας, δίπλωμα αυτοκινήτου, δίπλωμα α2, δίπλωμα μοτοσυκλέτας, δίπλωμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δίπλωμα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • δίοδος στα ισλανδικά - yfirferð, leið, framrás, göng, göngin
  • δίπλα στα ισλανδικά - hjá, hliðina, við hliðina, hliðina á, við hliðina á
  • δίσκος στα ισλανδικά - bakki, hljómplata, diskur, Disc, disk, DVD
  • δίχτυ στα ισλανδικά - nettó, Net, hrein, hreinar, frádregnum
Τυχαίες λέξεις
Δίπλωμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: prófskírteini, Diplóma, Diplómanám, Diplomová, prófskírteinið