Δίπλωμα στα φινλανδικά

Μετάφραση: δίπλωμα, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tutkintotodistus, diplomi, tutkintotodistuksen, tutkintotodistusta, diplomin
Δίπλωμα στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δίπλωμα

δίπλωμα επαγγελματικής κατάρτισης εκπαιδευτή υποψηφίων οδηγών, δίπλωμα χαρτοπετσέτας, δίπλωμα αυτοκινήτου, δίπλωμα α2, δίπλωμα μοτοσυκλέτας, δίπλωμα λεξικό γλώσσας φινλανδικά, δίπλωμα στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • δίοδος στα φινλανδικά - läpiajo, kulku, kohta, käytävä, siirtyminen, kappale
  • δίπλα στα φινλανδικά - vieressä, varrella, sivulla, rinnalla, luona, viereen, vierestä
  • δίσκος στα φινλανδικά - taltioida, tarjotin, rekisteröidä, rekisteri, levy, kiekko, äänilevy, ...
  • δίχτυ στα φινλανδικά - verkko, etu, voitto, hila, yhteensovitus, kietominen, hyöty, ...
Τυχαίες λέξεις
Δίπλωμα στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: tutkintotodistus, diplomi, tutkintotodistuksen, tutkintotodistusta, diplomin