Διαρρήκτης στα ισλανδικά

Μετάφραση: διαρρήκτης, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innbrotsþjófur, burglar
Διαρρήκτης στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαρρήκτης

διαρρήκτης μαχαίρωσε τον τάσο μητρόπουλο μέσα στο σπίτι του, διαρρήκτης μπήκε σε σπίτι στρατιωτικού με μαύρη ζώνη, διαρρήκτης στα αγγλικα, διαρρήκτης μεταφραση, διαρρήκτησ αυτιάσ, διαρρήκτης λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διαρρήκτης στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαρκώ στα ισλανδικά - síðastur, endast, vara, standa, þola, að þola, standast, ...
  • διαρρέω στα ισλανδικά - seytla, síast
  • διαρροή στα ισλανδικά - leka, leki, Lekinn, við leka, leka á
  • διαρρύθμιση στα ισλανδικά - skipulag, útlit, uppsetningin, umbrot, uppsetning
Τυχαίες λέξεις
Διαρρήκτης στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: innbrotsþjófur, burglar