Διαρρήκτης στα ιταλικά

Μετάφραση: διαρρήκτης, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scassinatore, ladro, antifurto, antintrusione, antiscasso
Διαρρήκτης στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαρρήκτης

διαρρήκτης μαχαίρωσε τον τάσο μητρόπουλο μέσα στο σπίτι του, διαρρήκτης μπήκε σε σπίτι στρατιωτικού με μαύρη ζώνη, διαρρήκτης στα αγγλικα, διαρρήκτης μεταφραση, διαρρήκτησ αυτιάσ, διαρρήκτης λεξικό γλώσσας ιταλικά, διαρρήκτης στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • διαρκώ στα ιταλικά - continuare, durare, scorso, perdurare, finale, ultimo, sopportare, ...
  • διαρρέω στα ιταλικά - perdere, colare, perdita, fessura, filtrare, penetrare, infiltrarsi, ...
  • διαρροή στα ιταλικά - colare, perdita, fessura, perdere, dispersione, perdite, fuoriuscita, ...
  • διαρρύθμιση στα ιταλικά - disposizione, impaginazione, tracciato, schema, la layout
Τυχαίες λέξεις
Διαρρήκτης στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: scassinatore, ladro, antifurto, antintrusione, antiscasso