Εισάγω στα ισλανδικά
Μετάφραση: εισάγω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðflutningur, innflutningur, induct
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισάγω
εισάγω καινά δαιμόνια, εισάγω παρατατικός, εισάγω συνώνυμο, εισάγω αόριστος, εισάγω γραμματική, εισάγω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εισάγω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ειρωνικά στα ισλανδικά - kaldhæðnislega, kaldhæðni, kaldhæðnislegt, er kaldhæðnislegt, Það er kaldhæðnislegt
- ειρωνικός στα ισλανδικά - kaldhæðnislegt, kaldhæðni, írónísk, kaldhæðið, kaldhæðnisleg
- εισέρχομαι στα ισλανδικά - slá, slá inn, sláðu inn, að slá inn, sláðu
- εισαγωγή στα ισλανδικά - kynning, Innleiðing, innleiðingu, tilkomu, inngangi
Τυχαίες λέξεις
Εισάγω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: aðflutningur, innflutningur, induct
Μεταφράσεις: aðflutningur, innflutningur, induct