Εισάγω στα λιθουανικά
Μετάφραση: εισάγω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reikšmė, prasmė, importas, atskleisti, oficialiai priimti į, oficialiai priimti į tarnybą, Nosēdināt, supažindinti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισάγω
εισάγω καινά δαιμόνια, εισάγω παρατατικός, εισάγω συνώνυμο, εισάγω αόριστος, εισάγω γραμματική, εισάγω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εισάγω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ειρωνικά στα λιθουανικά - ironiškai, Ironiška, bebūtų keista, Paradoksalu
- ειρωνικός στα λιθουανικά - ironiškas, ironiška, ironiškai, ironišką
- εισέρχομαι στα λιθουανικά - įeiti, įrašyti, įvesti, patekti, atvykti
- εισαγωγή στα λιθουανικά - įvedimas, įvadas, Įžanga, įdiegimas, įvedimo
Τυχαίες λέξεις
Εισάγω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: reikšmė, prasmė, importas, atskleisti, oficialiai priimti į, oficialiai priimti į tarnybą, Nosēdināt, supažindinti
Μεταφράσεις: reikšmė, prasmė, importas, atskleisti, oficialiai priimti į, oficialiai priimti į tarnybą, Nosēdināt, supažindinti